Πτυχιούχος Αγγλικής Γλώσσας και Φιλολογίας ΑΠΘ.
Κάτοχος Μεταπτυχιακού τίτλου στις Αγγλικές και Αμερικάνικες Σπουδες
Έχω μια εικόνα από τα παιδικά μου χρόνια, η οποία έχει κολλήσει στο μυαλό μου σαν σχηματισμένη από πυροσφραγίδα. Θυμάμαι σε ένα συνηθισμένο ζάπινγκ να πέφτει το μάτι μου σε μια ταινία στην ΕΡΤ, μια ταινία που δεν έμοιαζε με όλες τις άλλες που είχα δει μικρός. Ήταν κινούμενα σχέδια, σίγουρα, αλλά η κίνηση τους ήταν τόσο μη ρεαλιστική και αλλόκοτη που μου κίνησε την περιέργεια. Η ταινία ήταν μια τσέχικη διασκευή της Αλίκης στη χώρα των Θαυμάτων, σκηνοθεσίας Jan Švankmajer όπως έμαθα αργότερα, η οποία χαρακτηρίζεται ως ταινία μαύρης φαντασίας από το καλλιτεχνικό όραμα του σκηνοθέτης της που ήθελε να γράψει την Αλίκη ως ένα αμοραλιστικό όνειρο αντί για τις συνηθισμένες διασκευές της ως παραμύθι. Γυρισμένη με τη μορφή κινουμένου σχεδίου διακεκομμένης λήψης, ή αλλιώς στοπ κίνησης εκ του αγγλικού stop-motion animation, το Alice (1998) μου σημάδεψε για πάντα αυτή την καλλιτεχνική έκφραση με την αμηχανία που μου ενέπνευσε.
Πριν λίγες μέρες είδα μια ταινία που ξύπνησε ξανά αυτή την αμηχανία μέσα μου. Πρόκειται για το Anomalisa (2015) του Charlie Kaufman, το οποίο γνώρισα από την υποψηφιότητα του ως καλύτερης ταινίας κινουμένων σχεδίων στα βραβεία Όσκαρ το 2015 όταν και βρέθηκε ανάμεσα στο Inside Out της Pixar και το When Marnie Was There του Studio Ghibli. Τον Charlie Kaufman τον γνώριζα από το Being John Malkovich (1999) και το Eternal Sunshine of the Spotless Mind (2004) και αν και τυχαίνει μεγάλης κριτικής αναγνώρισης, τον θεωρώ έναν από τους πιο υποτιμημένους σεναριογράφους στο Hollywood, γιατί το όνομα του δύσκολα μπαίνει δίπλα σ ‘αυτό του Quentin Tarantino, του Steven Spielberg ή του Woody Allen όσον αφορά τη σεναριογραφία.
Το Anomalisa χαρακτηρίζεται ως dramedy, ένα κράμα κωμωδίας και δράματος και είναι γυρισμένη με τη μορφή κινουμένου σχεδίου διακεκομμένης λήψης. Ο Michael Stone, ο πρωταγωνιστής της ταινίας, είναι ένας εμπειρογνώμονας εξυπηρέτησης πελατών που πετάει προς Cincinnati για να προμοτάρει το καινούριο του βιβλίο σε ένα ξενοδοχειακό συνέδριο. Είναι περίεργο το συναίσθημα που σε κατακλύζει όταν βλέπεις την ταινία να ξεκινάει in medias res με τον πρωταγωνιστή-μαριονέτα (στο πρόσωπο του οποίου φαίνονται οι ραφές!) να βρίσκεται σε ένα αεροπλάνο, ένα πλάνο που σε κάθε άλλη ταινία δε θα είχε κανένα απολύτως συναισθηματικό αντίκτυπο. Αφού αναστέλλεις την δυσπιστία σου, γνωρίζοντας πως η ταινία είναι γυρισμένη με τη μορφή της στοπ κίνησης, σου έρχεται το δεύτερο χτύπημα, το οποίο πρόκειται και για την βάση πάνω στην οποία θα στηριχτεί το πνεύμα της ταινίας.
Καταλαβαίνουμε πολύ νωρίς πως ο Michael νιώθει αποξενωμένος από όλους γύρω του με ένα πολύ έξυπνο σκηνοθετικό τρικ. Αντιλαμβάνεται τον κόσμο γύρω του σαν να είχαν όλοι το ίδιο πρόσωπο και την ίδια φωνή! Από τον τύπο που του έπιασε καταλάθος το χέρι στο αεροπλάνο, τον ταξιτζή που τον πήγε μέχρι το ξενοδοχείο, μέχρι και τον αχθοφόρο που του κουβαλάει τις αποσκευές ως το δωμάτιο του. Όλοι έχουν το ίδιο πρόσωπο και την ίδια φωνή. Και πως καταλαβαίνουμε πως το πρόβλημα είναι ακόμα χειρότερο από ότι νομίζουμε αρχικά; Η ίδια του η γυναίκα και το παιδί του, όταν τους πήρε τηλέφωνο (περισσότερο σαν αγγαρεία φάνηκε από την γλώσσα του σώματος του), είχαν την ίδια ακριβώς φωνή. Σε όλη την ταινία ακούγονται μόνο τρεις φωνές, αυτή του Michael (David Thewlis), αυτή που ακούει ο πρωταγωνιστής από όλους τους άλλους (Tom Noonan) και μια τρίτη που σύντομα θα ταράξει – έστω για λίγο – την μαύρη του πραγματικότητα.
Ο Michael αποφασίζει να πάρει τηλέφωνο την Bella, μια κοπέλα που είχε παρατήσει από το πουθενά πριν κάποια χρόνια. Μπορεί στο μυαλό του να πίστευε πως η ανικανότητα του να αντιληφθεί το «χρώμα» των υπολοίπων ανθρώπων προέρχεται από αυτό το απωθημένο. Μπορεί να πίστευε πως ένα one-night-stand με την Bella θα λύσει το πρόβλημα του. Μπορεί η Bella να έχει άλλο πρόσωπο και άλλη φωνή από τους άλλους. Δίνουν ραντεβού στο μπαρ του ξενοδοχείου και προσέχει κάθε γυναίκα που μπαίνει μπας και αναγνωρίσει την Bella. Η Bella όμως δεν διαφέρει καθόλου από όλους τους υπόλοιπους. Ίδια φωνή, ίδιο πρόσωπο. Μετά την αποτυχία του να ρίξει στο κρεβάτι την κοπέλα που προφανώς και δεν είχε ξεχάσει το πόσο την πλήγωσε πριν κάποια χρόνια, γυρνάει στο δωμάτιο του για να κάνει ένα ντουζ, ώσπου ακούει μια φωνή που είναι διαφορετική από όλων των υπολοίπων. Είναι η φωνή της (καταπληκτικής) Jennifer Jason Leigh που δίνει ζωή στον χαρακτήρα της Lisa, μιας γυναίκας που θα αποτελέσει το αντικείμενο της ανικανοποίητης επιθυμίας που «τρώει» τον Michael. Ο πρωταγωνιστής πετάγεται από το ντουζ και τρέχει να γνωρίσει αυτή την γυναίκα που αντιλαμβάνεται με όλη της την ταυτότητα, φωνή τε και σώματι.
Το επόμενο κομμάτι της ταινίας αφορά την ρομαντική σχέση που αναπτύσσει με την Lisa εκείνο το βράδυ, ικανοποιώντας το εγώ του με ακόμα μία κατάκτηση, αντιμετωπίζοντας την Lisa ως αντικείμενο τεράστιου πόθου που αρχικά την βραχυκυκλώνει αφού η ίδια δεν αντιλαμβάνεται προφανώς το πρόβλημα του Michael. Πριν προχωρήσουν σε μια από τις πιο ρεαλιστικές (αν και γυρισμένη σε stop-motion animation) σεξουαλικές σκηνές που έχω δει, πιστή στο πνεύμα της ταινίας που θέλει να υπογραμμίσει την ωμή επιθυμία του Michael, της δίνει το παρατσούκλι Anomalisa, ακριβώς επειδή για αυτόν η Lisa και ο τρόπος με τον οποίο την αντιλαμβάνεται είναι ένα anomaly, μια παρέκκλιση, μια απόκλιση από το σύνηθες, μια ανωμαλία.
Το επόμενο πρωί, ύστερα από έναν απίστευτα ανατριχιαστικό εφιάλτη, ο Michael προτείνει στην Lisa να ξεκινήσουν μια νέα ζωή μαζί. Εκείνη συμφωνεί, αλλά την ώρα που τρώνε πρωινό τον πειράζει ο τρόπος που το πιρούνι χτυπάει στα δόντια της. Ξαφνικά ο χαρακτήρας της Lisa μεταμορφώνεται στον ίδιο καθημερινό εφιάλτη που ζει ο Michael. Ίδιο πρόσωπο, ίδια φωνή.
Η γνωστή συγγραφέας Zadie Smith, μία από τις καλύτερες που έχει αναδείξει η λογοτεχνία τα τελευταία χρόνια, είχε γράψει πολύ εύστοχα πως τα έργα του Kaufman παίζουν γύρω από την ιδέα του πόνου, την εμπειρία του, την αναπόφευκτη φύση του, αλλά και την δυνατότητα της στιγμιαίας, απατηλής ανακούφισης από αυτόν. H Lisa για τον Michael ήταν απλά μια ακόμα φορά που μπόρεσε να «ανακουφιστεί», έστω και για λίγο, από την κόλαση που ζει. Ήταν μια ακόμα φορά που ξεγέλασε την αδυναμία του να δημιουργήσει έναν ουσιαστικό συναισθηματικό δεσμό με κάποιον άλλον.
Ο Michael είναι ένας «εξαρτημένος» άνθρωπος, αποξενωμένος και απομονωμένος από τον κόσμο γύρω του, «μουδιασμένος» από την ύπαρξη του, αναίσθητος και συναισθηματικά παράλυτος που παίρνει την δόση πραγματικότητας του όταν ικανοποιεί τις σεξουαλικές του επιθυμίες, όταν βρίσκει το επόμενο objet petit a, όπως θα έλεγε ο γνωστός θεωρητικός της ψυχανάλυσης Jacques Lacan, το ανέφικτο αντικείμενο επιθυμίας του. Ανέφικτο γιατί δεν του λύνει ποτέ το πρόβλημα. Η επιθυμία του απλά αναβάλλεται. Όπως με την Bella που έχασε το πρόσωπο και τη φωνή της για τον Michael πριν πολλά χρόνια, όπως με την γυναίκα του, όπως με τη Lisa.
Ο υπαρξιακός φόβος που εμπνέει η ταινία είναι ανθρώπινος και τον νιώθεις αυστηρά προσωπικό. Νιώθεις και εσύ παγιδευμένος στην εμπειρία του Michael, φοβάσαι μην βρεθείς και εσύ κάποια μέρα σε αυτή την κυνική πραγματικότητα. Η αμηχανία που σου προκαλεί το animation στοπ κίνησης και η επιλογή του ως γέφυρα νοήματος κάνουν το αποτύπωμα που σου αφήνει αυτή η ταινία βαθύ και σε αντίθεση με το stop-motion, ρεαλιστικό. Ο Michael προσπαθεί να γεμίσει το κενό μέσα του ξανά και ξανά, αλλά μάταια. Όπως τραγουδάνε οι Τρύπες, δεν χωρά πουθενά, παντού περισσεύει και παντού ξεψυχά.
Ενημέρωση από την εβδομαδιαία εφημερίδα Επτά. Οι ειδήσεις της Κατερίνης και της Πιερίας με ένα κλικ.
Ακολουθήστε μας:
FB: Εφημερίδες Επτά & Πολιτεία
YouTube: Εφημερίδες Επτά & Πολιτεία
Instagram: efimerides_epta_politeia